ἐξηγορία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐξηγορίᾱ | αἱ | ἐξηγορίαι | ||||
γενική | τῆς | ἐξηγορίᾱς | τῶν | ἐξηγοριῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἐξηγορίᾳ | ταῖς | ἐξηγορίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐξηγορίᾱν | τὰς | ἐξηγορίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἐξηγορίᾱ | ἐξηγορίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξηγορίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξηγορίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐξηγορία (ελληνιστική κοινή) < ἐξαγορεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐξηγορία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- ομολογία, εξομολόγηση
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 22.22, @scaife.perseus
- ἔκλαβε δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐξηγορίαν καὶ ἀνάλαβε τὰ ρήματα αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ σου.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 22.22, @scaife.perseus
- εκφορά λόγου, εκφώνηση, κραυγή
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 33.26, @scaife.perseus
- εὐξάμενος δὲ πρὸς Κύριον, καὶ δεκτὰ αὐτῷ ἔσται, εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ· ἀποδώσει δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιώβ, 33.26, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ἐξηγορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.