ἐξαγορεύω
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἐξαγορεύω < αρχαία ελληνική ἐξαγορεύω
Ρήμα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ἐξαγορεύω
- δηλώνω κάτι δημοσίως
- αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήισαν, ἠδὲ ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν (και η μία μετά την άλλη δήλωνε τη γενιά της)
- προδίδω μυστικό, φανερώνω, αποκαλύπτω, "καρφώνω"
- εἰσί δέ καί αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ἐπί τοιούτῳ πρήγματι ἐξαγορεύειν τό οὔνομα ἐν Σάι, ἐν τῷ ἱρῷ τῆς Ἀθηναίης (και ο τάφος κάποιου που το όνομά του δεν κρίνω σωστό να αποκαλύψω)
- ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ.
- (μεταγενέστερα) ομολογώ, εξομολογούμαι (πήρε αυτή την έννοια στα ελληνιστικά ή στα πρώτα χριστιανικά χρόνια)