Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξαγορεύω < αρχαία ελληνική ἐξαγορεύω

ἐξαγορεύω ( & ξαγορεύω)

→ δείτε τη λέξη ξαγορευτής


  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξαγορεύω < ἐξ και ἀγορεύω

ἐξαγορεύω

  1. δηλώνω κάτι δημοσίως
    αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήισαν, ἠδὲ ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν (και η μία μετά την άλλη δήλωνε τη γενιά της)
  2. προδίδω μυστικό, φανερώνω, αποκαλύπτω, "καρφώνω"
    εἰσί δέ καί αἱ ταφαὶ τοῦ οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι ἐπί τοιούτῳ πρήγματι ἐξαγορεύειν τό οὔνομα ἐν Σάι, ἐν τῷ ἱρῷ τῆς Ἀθηναίης (και ο τάφος κάποιου που το όνομά του δεν κρίνω σωστό να αποκαλύψω)
    ὡς δ᾽ ἤρεσκε ἀμφοτέροισι ταῦτα, ἠώς τε διέφαινε καὶ διαλλάσσοντο τὰς τάξις. γνόντες δὲ οἱ Βοιωτοὶ τὸ ποιεύμενον ἐξαγορεύουσι Μαρδονίῳ.
  3. (μεταγενέστερα) ομολογώ, εξομολογούμαι (πήρε αυτή την έννοια στα ελληνιστικά ή στα πρώτα χριστιανικά χρόνια)

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Κλίνεται κατά το ἀγορεύω αλλά δανείζεται και από άλλα ρήματα. Οι τύποι που απαντούν σε αρχαία κείμενα είναι ο μέλλοντας ἐξαγορεύσω και ἐξερῶ (δανεισμένο από τη συνηρημένη μορφή του ἐξερέω), ενώ στον αόριστο ἐξεῖπον και αργότερα ἐξείρηκα