ἐναλίγκιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐναλίγκιος, -ος/-η, -ον
- που μοιάζει με, όμοιος με
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 5 (4-6)
- δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, | ἀστέρ᾽ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, ὅς τε μάλιστα | λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος Ὠκεανοῖο·
- Από το κράνος του άναβε και απ᾽ την ασπίδα φλόγα | που ακτινοβόλ᾽ ακοίμητη, του φθινοπώρου ως τ᾽ άστρο | λουσμένο απ᾽ τον Ωκεανόν ολόφωτο αναλάμπει·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, | ἀστέρ᾽ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, ὅς τε μάλιστα | λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος Ὠκεανοῖο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 337 (336-337)
- Ἀγχίμολον δὲ μετ᾽ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ᾽ Ὀδυσσεύς, | πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι,
- Σε λίγο, πίσω από τον Εύμαιο, χώθηκε τώρα στο παλάτι | ο Οδυσσέας, με τη μορφή άθλιου ζητιάνου, γέρου
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἀγχίμολον δὲ μετ᾽ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ᾽ Ὀδυσσεύς, | πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 142 (142-145)
- οἱ δ᾽ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν, | μοῦνος δ᾽ ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ· | Κύκλωπες δ᾽ ὄνομ᾽ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ᾽ ἄρά σφεων | κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ·
- Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν, | μα ένα μονάχα μάτι στη μέση του μετώπου τους βρισκόταν. | Και πήραν το φερώνυμο όνομα Κύκλωπες, | γιατί στο μέτωπό τους ένα βρισκόταν μάτι κυκλικό.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν, | μοῦνος δ᾽ ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ· | Κύκλωπες δ᾽ ὄνομ᾽ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ᾽ ἄρά σφεων | κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀνατομῆς, (De anatomia), 1, @scaife.perseus
- Νεφροὶ δὲ ὁμοιορυσμοὶ, τὴν χροιὴν δὲ ἐναλίγκιοι μήλοισιν· ἀπὸ δὲ τουτέων ὀχετοὶ σκαληνοειδέες ἄκρην κορυφὴν κύστιος κεῖνται.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 5 (4-6)
- (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἐναλίγκιον: όμοια, παρόμοια
Πηγές
επεξεργασία- ἐναλίγκιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐναλίγκιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.