→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐναλίγκιος τὸ ἐναλίγκιον
      γενική τοῦ/τῆς ἐναλιγκίου τοῦ ἐναλιγκίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐναλιγκί τῷ ἐναλιγκί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐναλίγκιον τὸ ἐναλίγκιον
     κλητική ! ἐναλίγκιε ἐναλίγκιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐναλίγκιοι τὰ ἐναλίγκι
      γενική τῶν ἐναλιγκίων τῶν ἐναλιγκίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐναλιγκίοις τοῖς ἐναλιγκίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐναλιγκίους τὰ ἐναλίγκι
     κλητική ! ἐναλίγκιοι ἐναλίγκι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐναλιγκίω τὼ ἐναλιγκίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐναλιγκίοιν τοῖν ἐναλιγκίοιν
ιωνικός τύπος : γένος θηλυκό ἐναλιγκίη
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐναλίγκιος < ἐν + ἀλίγκιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐναλίγκιος, -ος/-η, -ον

  1. που μοιάζει με, όμοιος με
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 5 (4-6)
    δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ, | ἀστέρ᾽ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, ὅς τε μάλιστα | λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος Ὠκεανοῖο·
    Από το κράνος του άναβε και απ᾽ την ασπίδα φλόγα | που ακτινοβόλ᾽ ακοίμητη, του φθινοπώρου ως τ᾽ άστρο | λουσμένο απ᾽ τον Ωκεανόν ολόφωτο αναλάμπει·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 337 (336-337)
    Ἀγχίμολον δὲ μετ᾽ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ᾽ Ὀδυσσεύς, | πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι,
    Σε λίγο, πίσω από τον Εύμαιο, χώθηκε τώρα στο παλάτι | ο Οδυσσέας, με τη μορφή άθλιου ζητιάνου, γέρου
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 142 (142-145)
    οἱ δ᾽ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν, | μοῦνος δ᾽ ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ· | Κύκλωπες δ᾽ ὄνομ᾽ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ᾽ ἄρά σφεων | κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ·
    Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν, | μα ένα μονάχα μάτι στη μέση του μετώπου τους βρισκόταν. | Και πήραν το φερώνυμο όνομα Κύκλωπες, | γιατί στο μέτωπό τους ένα βρισκόταν μάτι κυκλικό.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀνατομῆς, (De anatomia), 1, @scaife.perseus
    Νεφροὶ δὲ ὁμοιορυσμοὶ, τὴν χροιὴν δὲ ἐναλίγκιοι μήλοισιν· ἀπὸ δὲ τουτέων ὀχετοὶ σκαληνοειδέες ἄκρην κορυφὴν κύστιος κεῖνται.
  2. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἐναλίγκιον: όμοια, παρόμοια