ἐλελίσφακος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰ | |||||
ονομαστική | ὁ | ἐλελίσφακος | οἱ | ἐλελίσφακοι | |
γενική | τοῦ | ἐλελισφάκου | τῶν | ἐλελισφάκων | |
δοτική | τῷ | ἐλελισφάκῳ | τοῖς | ἐλελισφάκοις | |
αιτιατική | τὸν | ἐλελίσφακον | τοὺς | ἐλελισφάκους | |
κλητική ὦ! | ἐλελίσφακε | ἐλελίσφακοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλελισφάκω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλελισφάκοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐλελίσφακος αρσενικό
- (φυτό) το φυτό φασκομηλιά (αλισφοκιά, σφακιά) (Salvia triloba, Salvia officinalis)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.63, p.130, @scaife.perseus
- ἑψεῖν δὲ ἐν τῷ ὕδατι καὶ κισθὸν καὶ ἐλελίσφακον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.202, @scaife.perseus
- Ἢν ἀνεμωθῶσιν αἱ ὑστέραι, ἡδύσματα πάντα [ἃ] ἐς τὸ μύρον ἐμβάλλεται, καὶ δάφνη, καὶ μυρσίνη, καὶ ἐλελίσφακος, κέδρου τε πρίσματα καὶ κυπαρίσσου·
- ≈ συνώνυμα: λατινική salvia
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.63, p.130, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐλελίσφακος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.