Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀσσυρικός Ἀσσυρική τὸ Ἀσσυρικόν
      γενική τοῦ Ἀσσυρικοῦ τῆς Ἀσσυρικῆς τοῦ Ἀσσυρικοῦ
      δοτική τῷ Ἀσσυρικ τῇ Ἀσσυρικ τῷ Ἀσσυρικ
    αιτιατική τὸν Ἀσσυρικόν τὴν Ἀσσυρικήν τὸ Ἀσσυρικόν
     κλητική ! Ἀσσυρικέ Ἀσσυρική Ἀσσυρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀσσυρικοί αἱ Ἀσσυρικαί τὰ Ἀσσυρικᾰ́
      γενική τῶν Ἀσσυρικῶν τῶν Ἀσσυρικῶν τῶν Ἀσσυρικῶν
      δοτική τοῖς Ἀσσυρικοῖς ταῖς Ἀσσυρικαῖς τοῖς Ἀσσυρικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀσσυρικούς τὰς Ἀσσυρικᾱ́ς τὰ Ἀσσυρικᾰ́
     κλητική ! Ἀσσυρικοί Ἀσσυρικαί Ἀσσυρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀσσυρικώ τὼ Ἀσσυρικᾱ́ τὼ Ἀσσυρικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀσσυρικοῖν τοῖν Ἀσσυρικαῖν τοῖν Ἀσσυρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀσσυρικός < Ἀσσυρ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

Ἀσσυρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία