ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀσκραϊκός Ἀσκραϊκή τὸ Ἀσκραϊκόν
      γενική τοῦ Ἀσκραϊκοῦ τῆς Ἀσκραϊκῆς τοῦ Ἀσκραϊκοῦ
      δοτική τῷ Ἀσκραϊκ τῇ Ἀσκραϊκ τῷ Ἀσκραϊκ
    αιτιατική τὸν Ἀσκραϊκόν τὴν Ἀσκραϊκήν τὸ Ἀσκραϊκόν
     κλητική ! Ἀσκραϊκέ Ἀσκραϊκή Ἀσκραϊκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀσκραϊκοί αἱ Ἀσκραϊκαί τὰ Ἀσκραϊκᾰ́
      γενική τῶν Ἀσκραϊκῶν τῶν Ἀσκραϊκῶν τῶν Ἀσκραϊκῶν
      δοτική τοῖς Ἀσκραϊκοῖς ταῖς Ἀσκραϊκαῖς τοῖς Ἀσκραϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀσκραϊκούς τὰς Ἀσκραϊκᾱ́ς τὰ Ἀσκραϊκᾰ́
     κλητική ! Ἀσκραϊκοί Ἀσκραϊκαί Ἀσκραϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀσκραϊκώ τὼ Ἀσκραϊκᾱ́ τὼ Ἀσκραϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀσκραϊκοῖν τοῖν Ἀσκραϊκαῖν τοῖν Ἀσκραϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀσκραϊκός < Ἄσκρα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἀσκραϊκός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία