Ἀσκραϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἈσκραϊκός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- ο σχετικός με την πόλη Ἄσκρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Ἄσκρα
Πηγές
επεξεργασία- Ἀσκραϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.