Ἄσκρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἄσκρᾱ | αἱ | ...?...αι | ||||
γενική | τῆς | Ἄσκρᾱς | τῶν | Ἀσκρῶν | ||||
δοτική | τῇ | Ἄσκρᾳ | ταῖς | Ἄσκραις | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἄσκρᾱν | τὰς | Ἄσκρᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Ἄσκρᾱ | ...?...αι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἄσκρᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἄσκραιν | ||||||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἄσκρα < ἄσκρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἌσκρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἄσκρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.