ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσκραῖος οἱ Ἀσκραῖοι
      γενική τοῦ Ἀσκραίου τῶν Ἀσκραίων
      δοτική τῷ Ἀσκραί τοῖς Ἀσκραίοις
    αιτιατική τὸν Ἀσκραῖον τοὺς Ἀσκραίους
     κλητική ! Ἀσκραῖε Ἀσκραῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσκραίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσκραίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀσκραῖος < Ἄσκρ(α) + -αῖος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀσκραῖος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης Ἄσκρα
  2. (προσωνυμία) του Δία στην Αλικαρνασσό

Συγγενικά

επεξεργασία