Ἀσκληπιός
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀσκληπιός | ||
γενική | τοῦ | Ἀσκληπιοῦ | ||
δοτική | τῷ | Ἀσκληπιῷ | ||
αιτιατική | τὸν | Ἀσκληπιόν | ||
κλητική ὦ! | Ἀσκληπιέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ἀσκληπιός αρσενικό