Ασκληπιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ασκληπιός < αρχαία ελληνική Ἀσκληπιός
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ασκληπιός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Ασκληπιός στη Βικιπαίδεια