Ἀσβέστιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἀσβέστιον | τὰ | Ἀσβέστια | ||||
γενική | τοῦ | Ἀσβεστίου | τῶν | Ἀσβεστίων | ||||
δοτική | τῷ | Ἀσβεστίῳ | τοῖς | Ἀσβεστίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Ἀσβέστιον | τὰ | Ἀσβέστια | ||||
κλητική ὦ! | Ἀσβέστιον | Ἀσβέστια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀσβέστιον < → δείτε τη λέξη Ασβέστι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈzve.sti.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ἀ‐σβέ‐στι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈσβέστιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) οικισμός της Φθιώτιδας → δείτε τη λέξη Ασβέστι