Ασβέστι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ασβέστι | τα | Ασβέστια |
γενική | του | Ασβεστίου | των | Ασβεστίων |
αιτιατική | το | Ασβέστι | τα | Ασβέστια |
κλητική | Ασβέστι | Ασβέστια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ασβέστι < ασβέστι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈzve.sti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σβέ‐στι
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ασβέστι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Ἀσβέστιον (καθαρεύουσα)