Ἀκαδημιακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἀκαδημιακός < Ἀκαδημί(α) + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίαἈκαδημιακός, -ή, -όν
Πηγές
επεξεργασία- Ἀκαδημιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.