ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀκαδημιακός Ἀκαδημιακή τὸ Ἀκαδημιακόν
      γενική τοῦ Ἀκαδημιακοῦ τῆς Ἀκαδημιακῆς τοῦ Ἀκαδημιακοῦ
      δοτική τῷ Ἀκαδημιακ τῇ Ἀκαδημιακ τῷ Ἀκαδημιακ
    αιτιατική τὸν Ἀκαδημιακόν τὴν Ἀκαδημιακήν τὸ Ἀκαδημιακόν
     κλητική ! Ἀκαδημιακέ Ἀκαδημιακή Ἀκαδημιακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀκαδημιακοί αἱ Ἀκαδημιακαί τὰ Ἀκαδημιακᾰ́
      γενική τῶν Ἀκαδημιακῶν τῶν Ἀκαδημιακῶν τῶν Ἀκαδημιακῶν
      δοτική τοῖς Ἀκαδημιακοῖς ταῖς Ἀκαδημιακαῖς τοῖς Ἀκαδημιακοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀκαδημιακούς τὰς Ἀκαδημιακᾱ́ς τὰ Ἀκαδημιακᾰ́
     κλητική ! Ἀκαδημιακοί Ἀκαδημιακαί Ἀκαδημιακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀκαδημιακώ τὼ Ἀκαδημιακᾱ́ τὼ Ἀκαδημιακώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀκαδημιακοῖν τοῖν Ἀκαδημιακαῖν τοῖν Ἀκαδημιακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀκαδημιακός < Ἀκαδημί(α) + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἀκαδημιακός, -ή, -όν