Ἀκαδημαϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἀκαδημαϊκός < Ἀκαδημία + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἈκαδημαϊκός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που ανήκει στην Ακαδημία, πλατωνιστής
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀκαδημαϊκός | οἱ | Ἀκαδημαϊκοί |
γενική | τοῦ | Ἀκαδημαϊκοῦ | τῶν | Ἀκαδημαϊκῶν |
δοτική | τῷ | Ἀκαδημαϊκῷ | τοῖς | Ἀκαδημαϊκοῖς |
αιτιατική | τὸν | Ἀκαδημαϊκόν | τοὺς | Ἀκαδημαϊκούς |
κλητική ὦ! | Ἀκαδημαϊκέ | Ἀκαδημαϊκοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀκαδημαϊκώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀκαδημαϊκοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἀκαδημαϊκός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀκαδημαϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.