γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀγνούσιος Ἀγνουσί τὸ Ἀγνούσιον
      γενική τοῦ Ἀγνουσίου τῆς Ἀγνουσίᾱς τοῦ Ἀγνουσίου
      δοτική τῷ Ἀγνουσί τῇ Ἀγνουσί τῷ Ἀγνουσί
    αιτιατική τὸν Ἀγνούσιον τὴν Ἀγνουσίᾱν τὸ Ἀγνούσιον
     κλητική ! Ἀγνούσιε Ἀγνουσί Ἀγνούσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀγνούσιοι αἱ Ἀγνούσιαι τὰ Ἀγνούσι
      γενική τῶν Ἀγνουσίων τῶν Ἀγνουσίων τῶν Ἀγνουσίων
      δοτική τοῖς Ἀγνουσίοις ταῖς Ἀγνουσίαις τοῖς Ἀγνουσίοις
    αιτιατική τοὺς Ἀγνουσίους τὰς Ἀγνουσίᾱς τὰ Ἀγνούσι
     κλητική ! Ἀγνούσιοι Ἀγνούσιαι Ἀγνούσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀγνουσίω τὼ Ἀγνουσί τὼ Ἀγνουσίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἀγνουσίοιν τοῖν Ἀγνουσίαιν τοῖν Ἀγνουσίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀγνούσιος < Ἀγνοῦς + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἀγνούσιος, -α, -ον