→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄπαππος τὸ ἄπαππον
      γενική τοῦ/τῆς ἀπάππου τοῦ ἀπάππου
      δοτική τῷ/τῇ ἀπάππ τῷ ἀπάππ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄπαππον τὸ ἄπαππον
     κλητική ! ἄπαππε ἄπαππον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄπαπποι τὰ ἄπαππ
      γενική τῶν ἀπάππων τῶν ἀπάππων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπάπποις τοῖς ἀπάπποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπάππους τὰ ἄπαππ
     κλητική ! ἄπαπποι ἄπαππ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπάππω τὼ ἀπάππω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπάπποιν τοῖν ἀπάπποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἄπαππος < στερητικό ἄ- + πάππος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπαππος, -ος, -ον

  1. που δεν έχει παππού
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει καταγωγή από άλλον όμοιο