↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἄκυλος οἱ/αἱ ἄκυλοι
      γενική τοῦ/τῆς ἀκύλου τῶν ἀκύλων
      δοτική τῷ/τῇ ἀκύλ τοῖς/ταῖς ἀκύλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄκυλον τοὺς/τὰς ἀκύλους
     κλητική ! ἄκυλε ἄκυλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκύλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀκύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄκυλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄκυλος, -ου αρσενικό ή θηλυκό

  1. είδος βαλανιδιού, ο καρπός του πρίνου
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 242 (241-243)
    ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο· τοῖσι δὲ Κίρκη | πὰρ ῥ᾽ ἄκυλον βάλανόν τ᾽ ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης | ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
    Αποκλεισμένοι εκεί θρηνούσαν· πάνω στην ώρα η Κίρκη | τους ρίχνει πρίνους, βαλανίδια και καρπούς κρανιάς, | να φαν όπως τα χαμοκύλιστα γουρούνια.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 6 @scaife.perseus
    Πιαίνεται δὲ τὸ ζῷον τοῦτο κριθαῖς, κέγχροις, σύκοις, ἀκύλοις, ἀχράσι, σικύοις.
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 3.16.3, @scaife.perseus
    καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς βάλανον.
  2. (κόσμημα) κόσμημα σε σχήμα βελανιδιού

Παράγωγα

επεξεργασία