Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀπολωλώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
απολωλώς
,
απολωλός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀπολωλ
ώς
ἡ
ἀπολωλυ
ῖᾰ
τὸ
ἀπολωλ
ός
γενική
τοῦ
ἀπολωλότ
ος
τῆς
ἀπολωλυ
ίᾱς
τοῦ
ἀπολωλότ
ος
δοτική
τῷ
ἀπολωλότ
ῐ
τῇ
ἀπολωλυ
ίᾳ
τῷ
ἀπολωλότ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀπολωλότ
ᾰ
τὴν
ἀπολωλυ
ῖᾰν
τὸ
ἀπολωλ
ός
κλητική
ὦ
!
ἀπολωλ
ώς
ἀπολωλυ
ῖᾰ
ἀπολωλ
ός
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀπολωλότ
ες
αἱ
ἀπολωλυ
ῖαι
τὰ
ἀπολωλότ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀπολωλότ
ων
τῶν
ἀπολωλυ
ιῶν
τῶν
ἀπολωλότ
ων
δοτική
τοῖς
ἀπολωλό
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀπολωλυ
ίαις
τοῖς
ἀπολωλό
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀπολωλότ
ᾰς
τὰς
ἀπολωλυ
ίᾱς
τὰ
ἀπολωλότ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀπολωλότ
ες
ἀπολωλυ
ῖαι
ἀπολωλότ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀπολωλότ
ε
τὼ
ἀπολωλυ
ίᾱ
τὼ
ἀπολωλότ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀπολωλότ
οιν
τοῖν
ἀπολωλυ
ίαιν
τοῖν
ἀπολωλότ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυκώς'
όπως «
λελυκώς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
Επεξεργασία
ἀπολωλώς
μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (
ἀπόλωλα
) του ρήματος
ἀπόλλυμι
με σημασία μέσης διάθεσης
Άλλες μορφές
Επεξεργασία
ἀπολωλεκώς
(
του παρακειμένου
ἀπολώλεκα
)