ἀπολωλώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαἀπολωλώς, -υῖα, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (ἀπόλωλα) του ρήματος ἀπόλλυμι με σημασία μέσης διάθεσης
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀπολωλεκώς (του παρακειμένου ἀπολώλεκα)
Δείτε επίσης : απολωλώς, απολωλός |
ἀπολωλώς, -υῖα, -ός