Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀουστριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
καθαρεύουσα
(κατά την αρχαία κλίση)
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀουστριακ
ός
ἡ
ἀουστριακ
ή
τὸ
ἀουστριακ
όν
γενική
τοῦ
ἀουστριακ
οῦ
τῆς
ἀουστριακ
ῆς
τοῦ
ἀουστριακ
οῦ
δοτική
τῷ
ἀουστριακ
ῷ
τῇ
ἀουστριακ
ῇ
τῷ
ἀουστριακ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἀουστριακ
όν
τὴν
ἀουστριακ
ήν
τὸ
ἀουστριακ
όν
κλητική
ὦ
!
ἀουστριακ
έ
ἀουστριακ
ή
ἀουστριακ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀουστριακ
οί
αἱ
ἀουστριακ
αί
τὰ
ἀουστριακ
ά
γενική
τῶν
ἀουστριακ
ῶν
τῶν
ἀουστριακ
ῶν
τῶν
ἀουστριακ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἀουστριακ
οῖς
ταῖς
ἀουστριακ
αῖς
τοῖς
ἀουστριακ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἀουστριακ
ούς
τὰς
ἀουστριακ
άς
τὰ
ἀουστριακ
ά
κλητική
ὦ
!
ἀουστριακ
οί
ἀουστριακ
αί
ἀουστριακ
ά
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
ἀουστριακός -ή, -ό(ν)
(
καθαρεύουσα
)
πολυτονική γραφή
του
αουστριακός