Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀουστριακός ἀουστριακή τὸ ἀουστριακόν
      γενική τοῦ ἀουστριακοῦ τῆς ἀουστριακῆς τοῦ ἀουστριακοῦ
      δοτική τῷ ἀουστριακ τῇ ἀουστριακ τῷ ἀουστριακ
    αιτιατική τὸν ἀουστριακόν τὴν ἀουστριακήν τὸ ἀουστριακόν
     κλητική ! ἀουστριακέ ἀουστριακή ἀουστριακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀουστριακοί αἱ ἀουστριακαί τὰ ἀουστριακά
      γενική τῶν ἀουστριακῶν τῶν ἀουστριακῶν τῶν ἀουστριακῶν
      δοτική τοῖς ἀουστριακοῖς ταῖς ἀουστριακαῖς τοῖς ἀουστριακοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀουστριακούς τὰς ἀουστριακάς τὰ ἀουστριακά
     κλητική ! ἀουστριακοί ἀουστριακαί ἀουστριακά
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

ἀουστριακός -ή, -ό(ν)