Δείτε επίσης: ανθοσμίας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνθοσμίᾱς οἱ ἀνθοσμίαι
      γενική τοῦ ἀνθοσμίου τῶν ἀνθοσμιῶν
      δοτική τῷ ἀνθοσμί τοῖς ἀνθοσμίαις
    αιτιατική τὸν ἀνθοσμίᾱν τοὺς ἀνθοσμίᾱς
     κλητική ! ἀνθοσμί ἀνθοσμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνθοσμί
γεν-δοτ τοῖν  ἀνθοσμίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνθοσμίας < (ἄνθος) ἀνθ- + ὀσμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνθοσμίας αρσενικό