γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀκρότατος ἀκροτάτη τὸ ἀκρότατον
      γενική τοῦ ἀκροτάτου τῆς ἀκροτάτης τοῦ ἀκροτάτου
      δοτική τῷ ἀκροτάτ τῇ ἀκροτάτ τῷ ἀκροτάτ
    αιτιατική τὸν ἀκρότατον τὴν ἀκροτάτην τὸ ἀκρότατον
     κλητική ! ἀκρότατε ἀκροτάτη ἀκρότατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀκρότατοι αἱ ἀκρόταται τὰ ἀκρότατ
      γενική τῶν ἀκροτάτων τῶν ἀκροτάτων τῶν ἀκροτάτων
      δοτική τοῖς ἀκροτάτοις ταῖς ἀκροτάταις τοῖς ἀκροτάτοις
    αιτιατική τοὺς ἀκροτάτους τὰς ἀκροτάτᾱς τὰ ἀκρότατ
     κλητική ! ἀκρότατοι ἀκρόταται ἀκρότατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκροτάτω τὼ ἀκροτάτ τὼ ἀκροτάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκροτάτοιν τοῖν ἀκροτάταιν τοῖν ἀκροτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκρότατος < ἄκρ(ος) + -ότατος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκρότατος, -η, -ον