ἀεξίβιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀεξίβιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀεξίβιος, -ος, -ον
- (σπάνιο) (σε επιγραφή) που αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου
- ※ Επιγραφή αχρονολόγητη από την Ρώμη της Ιταλίας. IGUR III 1379. στίχος 10 (στίχοι 9-10) @epigraphy.packhum.org
- ἐς δ’ ὅσον ἐνπνείει βίοτόν τε ἐπὶ ἦμαρ ἐρύκει,
δύσμορος ἀντλήσει ❦ πένθος ἀεξίβιον ∙
- ἐς δ’ ὅσον ἐνπνείει βίοτόν τε ἐπὶ ἦμαρ ἐρύκει,
- ※ Επιγραφή αχρονολόγητη από την Ρώμη της Ιταλίας. IGUR III 1379. στίχος 10 (στίχοι 9-10) @epigraphy.packhum.org
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀεξίβιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.