Δείτε επίσης: αειθαλής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀειθαλής τὸ ἀειθαλές
      γενική τοῦ/τῆς ἀειθαλοῦς τοῦ ἀειθαλοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀειθαλεῖ τῷ ἀειθαλεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀειθαλ τὸ ἀειθαλές
     κλητική ! ἀειθαλές ἀειθαλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀειθαλεῖς τὰ ἀειθαλ
      γενική τῶν ἀειθαλῶν τῶν ἀειθαλῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀειθαλέσ(ν) τοῖς ἀειθαλέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀειθαλεῖς τὰ ἀειθαλ
     κλητική ! ἀειθαλεῖς ἀειθαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀειθαλεῖ τὼ ἀειθαλεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀειθαλοῖν τοῖν ἀειθαλοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀειθαλής < ἀεί + θάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀειθαλής, -ής, -ές