ἀγελάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγελάτης | οἱ | ἀγελάται |
γενική | τοῦ | ἀγελάτου | τῶν | ἀγελατῶν |
δοτική | τῷ | ἀγελάτῃ | τοῖς | ἀγελάταις |
αιτιατική | τὸν | ἀγελάτην | τοὺς | ἀγελάτᾱς |
κλητική ὦ! | ἀγελάτᾰ | ἀγελάται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγελάτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγελάταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἀγελάτης < ἀγέλ(η) + -λάτης < ἐλαύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγελάτης αρσενικό
- ο αρχηγός της αγέλης (ή του πλήθους)
- αρχηγός των δεκαεπτάχρονων νέων στη Μινωική Κρήτη
- αρχηγός των επτάχρονων παιδιών στη Σπάρτη
Πηγές
επεξεργασία- ἀγελάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.