↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγελάτης οἱ ἀγελάται
      γενική τοῦ ἀγελάτου τῶν ἀγελατῶν
      δοτική τῷ ἀγελάτ τοῖς ἀγελάταις
    αιτιατική τὸν ἀγελάτην τοὺς ἀγελάτᾱς
     κλητική ! ἀγελάτ ἀγελάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγελάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγελάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀγελάτης < ἀγέλ(η) + -λάτης < ἐλαύνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγελάτης αρσενικό

  1. ο αρχηγός της αγέλης (ή του πλήθους)
  2. αρχηγός των δεκαεπτάχρονων νέων στη Μινωική Κρήτη
  3. αρχηγός των επτάχρονων παιδιών στη Σπάρτη