Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀήθει αἱ ἀήθειαι
      γενική τῆς ἀηθείᾱς τῶν ἀηθειῶν
      δοτική τῇ ἀηθεί ταῖς ἀηθείαις
    αιτιατική τὴν ἀήθειᾰν τὰς ἀηθείᾱς
     κλητική ! ἀήθει ἀήθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀηθεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀηθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀήθεια < ἀήθ(ης) + -εια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀήθεια και ἀηθίη (ιωνικός τύπος)

  1. το ασυνήθιστο, το καινοτόμο
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Πλάτωνας, Τίμαιος, 18
    ...ἢ τοῦτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον..
    ή μήπως από αυτά που ειπώθηκαν αυτό εύκολα το θυμάται κανείς για την παραδοξότητά του...
  2. η απειρία, το ξάφνιασμα από κάτι πρωτόγνωρο
    ὑπὸ ἀηθείας

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία