ἀήθεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀήθειᾰ | αἱ | ἀήθειαι |
γενική | τῆς | ἀηθείᾱς | τῶν | ἀηθειῶν |
δοτική | τῇ | ἀηθείᾳ | ταῖς | ἀηθείαις |
αιτιατική | τὴν | ἀήθειᾰν | τὰς | ἀηθείᾱς |
κλητική ὦ! | ἀήθειᾰ | ἀήθειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀηθείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀηθείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀήθεια και ἀηθίη (ιωνικός τύπος)
- το ασυνήθιστο, το καινοτόμο
- η απειρία, το ξάφνιασμα από κάτι πρωτόγνωρο
- ↪ ὑπὸ ἀηθείας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀήθεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀήθεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.