Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωρολογιακός η ωρολογιακή το ωρολογιακό
      γενική του ωρολογιακού της ωρολογιακής του ωρολογιακού
    αιτιατική τον ωρολογιακό την ωρολογιακή το ωρολογιακό
     κλητική ωρολογιακέ ωρολογιακή ωρολογιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωρολογιακοί οι ωρολογιακές τα ωρολογιακά
      γενική των ωρολογιακών των ωρολογιακών των ωρολογιακών
    αιτιατική τους ωρολογιακούς τις ωρολογιακές τα ωρολογιακά
     κλητική ωρολογιακοί ωρολογιακές ωρολογιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωρολογιακός < ωρολόγιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝi.aˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝi.aˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ʝi.aˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ωρολογιακός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με το ρολόι
  2. που έχει οργανωθεί κατά ώρες
  3. που διαθέτει μηχανισμό ρολογιού, ώστε να τίθεται εντός ή εκτός λειτουργίας σε μια καθορισμένη χρονική στιγμή
    ωρολογιακός μηχανισμός (σε βόμβα, γιατί στις συσκευές χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος χρονορρύθμιση ή χρονοδιακόπτης ή περίφραση "έχει ρολόι")

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία