ωρολογιακή βόμβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωρολογιακή βόμβα < → δείτε τις λέξεις ωρολογιακός και βόμβα
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ωρολογιακή βόμβα θηλυκό
- βόμβα που έχει συνδεθεί με ωρολογιακό μηχανισμό, ώστε να εκραγεί σε μια ορισμένη στιγμή