ωριοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωριοσύνη | οι | ωριοσύνες |
γενική | της | ωριοσύνης | — | |
αιτιατική | την | ωριοσύνη | τις | ωριοσύνες |
κλητική | ωριοσύνη | ωριοσύνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαωριοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λογοτεχνικό) ομορφιά, ομορφάδα, κάλλος [1][2]
- ※ κι εγώ πιστός προσκυνητής της πλάστρας ωριοσύνης (Περικλής Αρέτας (Ηλίας Βουτιερίδης), Ο Νουμάς, 1η του Μάη 1905, σελ. 11)
- ※ Σε κάθε ροδαυγή της όποιας μέρας, εδώ σε τούτο τον ευλογημένο, μαρτυρικό κι ηρωικό τόπο θαυμάζεις την ωριοσύνη της φύσης (Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος, [2])
- ※ ... Με τα δικά της μάτια ανακάλυψα την ωριοσύνη που κοίτεται κρυμμένη μέσα στη ζωή... Σ' Εκείνη χρωστώ ό,τι είμαι... (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ : φύλλα ημερολογίου, 1908)