ομορφάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομορφάδα < όμορφος + -άδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομορφάδα θηλυκό
- (λαϊκό ή λογοτεχνικό) η ομορφιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομορφάδα
→ δείτε τη λέξη ομορφιά |
ομορφάδα θηλυκό
→ δείτε τη λέξη ομορφιά |