Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωοθηκικός η ωοθηκική το ωοθηκικό
      γενική του ωοθηκικού της ωοθηκικής του ωοθηκικού
    αιτιατική τον ωοθηκικό την ωοθηκική το ωοθηκικό
     κλητική ωοθηκικέ ωοθηκική ωοθηκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωοθηκικοί οι ωοθηκικές τα ωοθηκικά
      γενική των ωοθηκικών των ωοθηκικών των ωοθηκικών
    αιτιατική τους ωοθηκικούς τις ωοθηκικές τα ωοθηκικά
     κλητική ωοθηκικοί ωοθηκικές ωοθηκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωοθηκικός < ωοθήκη

  Επίθετο επεξεργασία

ωοθηκικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία