Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωοθηκίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ωοθηκίτιδ
α
οι
ωοθηκίτιδ
ες
γενική
της
ωοθηκίτιδ
ας
των
ωοθηκιτίδ
ων
αιτιατική
την
ωοθηκίτιδ
α
τις
ωοθηκίτιδ
ες
κλητική
ωοθηκίτιδ
α
ωοθηκίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωοθηκίτιδα
<
καθαρεύουσα
ὠοθηκῖτις
<
ὠοθήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωοθηκίτιδα
θηλυκό
(δόκιμο στον
ενικό
)
(
ιατρική
)
φλεγμονή
της
ωοθήκης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωοθηκίτιδα
βρετονικά
:
ovarite
(br)