Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠοθηκῖτις < ὠοθήκη + -ίτις για τις φλεγμονές ή λοιμώξεις κάποιας περιοχής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠοθηκῖτις θηλυκό στον ενικό (γενική: ὠοθηκίτιδος)

(καθαρεύουσα) ωοθηκίτιδα