Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὠοθηκῖτις
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὠοθηκῖτις
<
ὠοθήκη
+
-ίτις
για τις φλεγμονές ή λοιμώξεις κάποιας περιοχής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὠοθηκῖτις
θηλυκό στον ενικό
(
γενική
: ὠοθηκίτιδος)
(
καθαρεύουσα
)
ωοθηκίτιδα