Δείτε επίσης: ωοθήκη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠοθήκη < αρχαία ελληνική ᾠόν + θήκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠοθήκη θηλυκό (γενική: ὠοθήκης και ὠοθηκῶν)