Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψωροκώσταινα οι ψωροκώσταινες
      γενική της ψωροκώσταινας των (ψωροκώσταινων)
    αιτιατική την ψωροκώσταινα τις ψωροκώσταινες
     κλητική ψωροκώσταινα ψωροκώσταινες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωροκώσταινα < ψωρο- + Κώσταινα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωροκώσταινα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Ίσως από την προσωνυμία ξεπεσμένης αστής, που παρά τη φτώχεια της συνεισέφερε σε έρανο για το ελληνικό κράτος στο μετεπαναστατικό Ναύπλιο. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)