Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωρο- < ψώρ(α) + -ο-
για όρους της ιατρικής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψωρο- < αρχαία ελληνική ψώρ(α) + -ο- [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pso.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐ρο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

ψωρο-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωρο- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψώρ(α) + -ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

ψωρο- & ψωρ-