↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψωμοζήτουλας οι ψωμοζήτουλες
      γενική του ψωμοζήτουλα των ψωμοζήτουλων
    αιτιατική τον ψωμοζήτουλα τους ψωμοζήτουλες
     κλητική ψωμοζήτουλα ψωμοζήτουλες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωμοζήτουλας < ψωμοζήτης < ψωμοζητώ < ψωμο- + ζητώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψωμοζήτουλας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία