ψωμο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψωμο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμο- < ψωμ(ί) + -ο-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pso.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐μο-
Πρόθημα
επεξεργασίαψωμο- & ψωμό-
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψωμο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψωμό- στο Βικιλεξικό
- Όροι με ψωμο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαψωμο- & ψωμό-