ψωμόλυσσα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψωμόλυσσα | οι | ψωμόλυσσες |
γενική | της | ψωμόλυσσας | — | |
αιτιατική | την | ψωμόλυσσα | τις | ψωμόλυσσες |
κλητική | ψωμόλυσσα | ψωμόλυσσες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ψωμόλυσσα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ψωμόλυσσα θηλυκό
- πολύ μεγάλη πείνα
- (συνεκδοχικά) αυτός που πεινάει πάρα πολύ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψωμόλυσσα