ψωμοζήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψωμοζήτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμοζήτης < ψωμοζητώ < ψωμί + ζητώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψωμοζήτης αρσενικό
- ο ζητιάνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωμοζήτης
→ δείτε τη λέξη ζητιάνος |