Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοπαιδαγωγικός η ψυχοπαιδαγωγική το ψυχοπαιδαγωγικό
      γενική του ψυχοπαιδαγωγικού της ψυχοπαιδαγωγικής του ψυχοπαιδαγωγικού
    αιτιατική τον ψυχοπαιδαγωγικό την ψυχοπαιδαγωγική το ψυχοπαιδαγωγικό
     κλητική ψυχοπαιδαγωγικέ ψυχοπαιδαγωγική ψυχοπαιδαγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοπαιδαγωγικοί οι ψυχοπαιδαγωγικές τα ψυχοπαιδαγωγικά
      γενική των ψυχοπαιδαγωγικών των ψυχοπαιδαγωγικών των ψυχοπαιδαγωγικών
    αιτιατική τους ψυχοπαιδαγωγικούς τις ψυχοπαιδαγωγικές τα ψυχοπαιδαγωγικά
     κλητική ψυχοπαιδαγωγικοί ψυχοπαιδαγωγικές ψυχοπαιδαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοπαιδαγωγικός < ψυχοπαιδαγωγική

  Επίθετο επεξεργασία

ψυχοπαιδαγωγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία