Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψιμυθιολόγος οι ψιμυθιολόγοι
      γενική του/της ψιμυθιολόγου των ψιμυθιολόγων
    αιτιατική τον/την ψιμυθιολόγο τους/τις ψιμυθιολόγους
     κλητική ψιμυθιολόγε ψιμυθιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιμυθιολόγος < ψιμύθι(ο) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψιμυθιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (νεολογισμός, επάγγελμα) που περιποιείται με καλλυντικά ή μακιγιάζ το πρόσωπο, ο μακιγιέρ
    ※  Αναγνωρίστηκε γενικά ο καταλυτικός ρόλος των ΜΜΕ, διευρύνθηκε η εμβέλεια της επιστήμης της πολιτικής επικοινωνίας, αναβαθμίστηκαν τα επαγγέλματα των πολιτικών συμβούλων και ψιμυθιολόγων (Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008, [1])
    ※  ο/η μακιγιέρ/ζ - «ψιμυθιολόγους» τους λένε, ξαφνικά, οι... εθνικόφρονες καθαρολόγοι. (εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 27 Απριλίου 2006 [2])