ψιλικατζού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψιλικατζού < ψιλικατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.li.kaˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λι‐κα‐τζού
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιλικατζού θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ψιλικατζής: ιδιοκτήτρια ή υπάλληλος ενός ψιλικατζίδικου
- (αργκό) κλέφτρα ευτελών αντικειμένων ή μικροποσών
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψιλικατζής
ψιλικατζού
|