ψηφοθέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψηφοθέτης < ελληνιστική ψηφοθέτης < ψῆφος + τίθημι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψηφοθέτης αρσενικό (θηλυκό: ψηφοθέτιδα & ψηφοθέτρια)
- (επάγγελμα) καλλιτέχνης ή τεχνίτης ειδικευμένος στη δημιουργία ψηφιδωτών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ψηφοθέτημα
- ψηφοθέτηση
- ψηφοθέτιδα
- ψηφοθέτρια
- ψηφοθετώ
- → δείτε τις λέξεις ψήφος και θέτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψηφοθέτης
|