Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψηφιδογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ψηφιδογράφ
ος
οι
ψηφιδογράφ
οι
γενική
του
/
της
ψηφιδογράφ
ου
των
ψηφιδογράφ
ων
αιτιατική
τον
/
την
ψηφιδογράφ
ο
τους
/
τις
ψηφιδογράφ
ους
κλητική
ψηφιδογράφ
ε
ψηφιδογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψηφιδογράφος
<
ψηφίδ(α)
+
-ο-
+
-γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψηφιδογράφος
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) ο
ψηφοθέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψηφιδογράφος
→
δείτε
τη λέξη
ψηφοθέτης