ψηλοκρεμαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψηλοκρεμαστός, -ή, -ό
- (αθλητισμός) που ρίχνεται ψηλά σαν να επρόκειτο να κρεμαστεί κάπου
- ψηλοκρεμαστό σουτ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψηλοκρεμαστός
|