↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλοκρεμαστός η ψηλοκρεμαστή το ψηλοκρεμαστό
      γενική του ψηλοκρεμαστού της ψηλοκρεμαστής του ψηλοκρεμαστού
    αιτιατική τον ψηλοκρεμαστό την ψηλοκρεμαστή το ψηλοκρεμαστό
     κλητική ψηλοκρεμαστέ ψηλοκρεμαστή ψηλοκρεμαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλοκρεμαστοί οι ψηλοκρεμαστές τα ψηλοκρεμαστά
      γενική των ψηλοκρεμαστών των ψηλοκρεμαστών των ψηλοκρεμαστών
    αιτιατική τους ψηλοκρεμαστούς τις ψηλοκρεμαστές τα ψηλοκρεμαστά
     κλητική ψηλοκρεμαστοί ψηλοκρεμαστές ψηλοκρεμαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηλοκρεμαστός < ψηλός + κρεμαστός

  Επίθετο

επεξεργασία

ψηλοκρεμαστός, -ή, -ό

  1. (αθλητισμός) που ρίχνεται ψηλά σαν να επρόκειτο να κρεμαστεί κάπου
    ψηλοκρεμαστό σουτ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία