ψευτογιατρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψευτογιατρός αρσενικό
- ο κακός γιατρός, αυτός που δεν ξέρει καλά τη δουλειά του, που ίσως δεν ασκεί κανονικά και συχνά το επάγγελμα και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν γιατρός
- αυτός που αντιποιεί το επάγγελμα του γιατρού, που παριστάνει το γιατρό χωρίς να έχει το αντίστοιχο πτυχίο