ψευδολέξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδολέξη | οι | ψευδολέξεις |
γενική | της | ψευδολέξης | των | ψευδολέξεων |
αιτιατική | την | ψευδολέξη | τις | ψευδολέξεις |
κλητική | ψευδολέξη | ψευδολέξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευδολέξη < ψευδο- + λέξη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pseudoword)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδολέξη θηλυκό
- (γλωσσολογία) μία ψεύτικη / επίπλαστη λέξη, που από άποψης ορθογραφίας, φωνολογίας κ.λπ. μοιάζει υπαρκτή / πραγματική