ψευδοκύηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδοκύηση | οι | ψευδοκυήσεις |
γενική | της | ψευδοκύησης* | των | ψευδοκυήσεων |
αιτιατική | την | ψευδοκύηση | τις | ψευδοκυήσεις |
κλητική | ψευδοκύηση | ψευδοκυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδοκυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψευδοκύηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pseudocyesis < αρχαία ελληνική ψευδής + κύησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοκύηση θηλυκό
- (ιατρική) η εμφάνιση όλων των εξωτερικών σημαδιών και συμπτωμάτων που σχετίζονται με μια εγκυμοσύνη, χωρίς όμως η γυναίκα (ή κάποιο θηλυκό ζώο) να είναι έγκυος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοκύηση