↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαρωτικός η ψαρωτική το ψαρωτικό
      γενική του ψαρωτικού της ψαρωτικής του ψαρωτικού
    αιτιατική τον ψαρωτικό την ψαρωτική το ψαρωτικό
     κλητική ψαρωτικέ ψαρωτική ψαρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαρωτικοί οι ψαρωτικές τα ψαρωτικά
      γενική των ψαρωτικών των ψαρωτικών των ψαρωτικών
    αιτιατική τους ψαρωτικούς τις ψαρωτικές τα ψαρωτικά
     κλητική ψαρωτικοί ψαρωτικές ψαρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρωτικός < ψαρώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ψαρωτικός, -ή, -ό

  • που ψαρώνει τους άλλους, που τους κάνει να νιώθουν αδύναμοι μπροστά σε άποιον ανώτερο στην ιεραρχία ή γενικά ισχυρότερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία