Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαροκόκκαλο τα ψαροκόκκαλα
      γενική του ψαροκόκκαλου των ψαροκόκκαλων
    αιτιατική το ψαροκόκκαλο τα ψαροκόκκαλα
     κλητική ψαροκόκκαλο ψαροκόκκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαροκόκκαλο < ψάρι + κόκαλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαροκόκκαλο ουδέτερο

  1. το κοκαλο του ψαριού
  2. ό,τι μοιάζει στο σχήμα του σκελετού του ψαριού (π.χ. ύφανση, επίστρωση δαπέδου )

  Μεταφράσεις επεξεργασία